Τό θέμα πού μοῦ ἀνατέθηκε εἶναι «Θεολογία καί κόσμος», ἤ «Ἐκκλησία καί κόσμος». Τό θέμα αὐτό δέν εἶναι ἁπλό, εἶναι μεγάλο, καί χρειάζεται ἄνθρωπο μέ ἱκανότητες, μέ γνώσεις καί ἐμπειρίες, γιά νά τό ἀναλύσει. Εἶναι θέμα ὑπαρξιακό, ὀντολογικό.
Θά ἀναφέρουμε πρῶτα τί εἶναι κόσμος. Ἡ λέξη “κόσμος” σημαίνει κόσμημα, σημαίνει στολίδι. Καί, πράγματι, ἄν κοιτάξουμε γύρω μας ἤ μέσα μας, θά δοῦμε στοιχεῖα τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν τήν κατανόηση τοῦ νοός μας. Ὁ κόσμος ἔχει τόση ὀμορφιά πού, ἄν εἴχαμε καί ἐμεῖς μεγάλη ἀρετή, θά βλέπαμε ὄχι μόνο στήν ἐπιφάνειά του, ἀλλά καί σ’ ὅλο τό βάθος του, τήν κατασκευαστική καί τήν προνοητική δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος ἀποτελεῖται ἀπό δύο στοιχεῖα. Εἶναι ὁ αἰσθητός καί ὁ νοητός κόσμος. Ὁ νοητός καί ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι μία ὑπόσταση. Εἶναι ἕνα δημιούργημα, ἑνός Δημιουργοῦ. Θά λέγαμε ὅτι ὁ νοητός εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ αἰσθητοῦ. Οὐσιαστικά εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ γενική, μέσα στήν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Θεός στόν μέν νοητό κόσμο τόν ἄγγελο στόν δέ αἰσθητό τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἑνοποιός δύναμις αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἡ Ἀρχή τῶν ὄντων, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι ὁ πλάστης τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου. Αὐτά τά δύο εἶναι ἑνωμένα μέσα στόν χωρισμό καί χωρισμένα μέσα στήν ἑνότητά τους. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μικρογραφία ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀποτελεῖται ἀπό τό νοητό καί τό αἰσθητό στοιχεῖο. Ὑπάρχει ἕνας δεσμός μεταξύ τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου. Αὐτόν τόν δεσμό τόν βλέπουμε στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
Πρίν ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι ἔψαχναν νά βροῦν τήν αἰτία τοῦ κόσμου. Δέν μποροῦσαν νά βροῦν δημιουργό τοῦ κόσμου, ἀλλά θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι ὁ Θεός. Πίστευαν ὅτι τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τοῦ κόσμου εἶναι τά δημιουργήματα καί ὅτι ὁ ὅλος κόσμος εἶναι αὐτός οὗτος ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί βλέπουμε στά ἀρχαῖα κείμενα τῶν φιλοσόφων –κυρίως τοῦ Πλάτωνος– νά ἀποδίδεται ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου σέ μία αὐτόματη ἀνάπτυξη τῶν ἐπιμέρους δημιουργημάτων. Ὅπως, ἐπί παραδείγματι, πιστεύει ὁ Πλάτων γιά τόν νοητό καί τόν αἰσθητό κόσμο, θεωρεῖ ὅτι ὁ νοητός κόσμος εἶναι οἱ ἰδέες τοῦ αἰσθητοῦ καί ὅτι αὐτές κάποτε ἁμάρτησαν καί αὐτομάτως εἰσῆλθαν μέσα στό σῶμα, στό «σῆμα», ὅπως λέει χαρακτηριστικά, καί εἰσῆλθαν σάν σέ φυλακή, γιά νά λυτρωθοῦν ἀπό τήν πτώση τους. Γι’ αὐτό καί πίστευε ὅτι, ἄν δέν προλάβει σέ ἕνα σῶμα νά λυτρωθεῖ ἡ ψυχή –ἡ ἰδέα δηλαδή– καί νά ἐπανέλθει μέ αὐτόματο τρόπο στήν θέση πού βρισκόταν, θά ἔπρεπε νά μπεῖ σέ ἕνα ἄλλο σῶμα, καί ἄν καί ἐκεῖ δέν προλάβει, σέ ἕτερο, ἀκόμη καί σέ ἄψυχα καί σέ δαιμονικά στοιχεῖα, ὥσπου νά ἔλθει ἡ ὥρα τῆς ἀπολυτρώσεως.
Ὅπως καταλαβαίνετε δέν ἔχει καμμία σχέση ἡ πίστη τοῦ Πλάτωνα περί κόσμου καί δημιουργίας μέ ἐκείνη πού γνωρίζουμε ἀπό τή Γραφή καί τούς Πατέρες. Προσπάθησε (ὁ Πλάτων), ξεφεύγοντας ἀπό τήν εἰδωλολατρία, νά μπεῖ μέσα στήν σκέψη περί Θεοῦ καί προσήγγισε κάπως μέ τήν μονοθεΐα στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δέν μποροῦσε νά προσεγγίσει τό κτιστόν καί τό ἄκτιστον, τό ὁρατόν καί τό ἀόρατον, καί δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τό πῶς αὐτά συγκροτήθηκαν καί πῶς συνεργάζονται μεταξύ τους μέσα στούς αἰῶνες.
Ὁ δεσμός λοιπόν αὐτῶν τῶν δύο ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστό. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε τόν Θεό ὡς Δημιουργό τῶν ὄντων. Ἐκεῖ –στήν Π. Διαθήκη– βρίσκεται κρυμμένος ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, μᾶς ἀποκάλυψε αὐτόν τόν Θεό. Ὅταν δίδασκε στούς ἀνθρώπους προσευχόμενος στόν Θεό, ἔλεγε: «Πατέρα, ἐγώ ἦλθα στόν κόσμο καί φανέρωσα τό ὄνομά Σου στούς ἀνθρώπους» (πρβλ. Ἰω. ιζ΄ 6). Ποιό εἶναι αὐτό τό ὄνομα; Τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτός ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τώρα ἔχει αὐτή τή σύνθεση, λένε οἱ Πατέρες, ὅτι θά ἔρθει καιρός πού διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἀποσυντεθεῖ καί θά ξαναδημιουργηθεῖ μέ ἕναν ἄλλο μυστηριώδη δεσμό στήν συντέλεια τῶν αἰώνων. Πρῶτα θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου· ἐν συνεχείᾳ ἡ συντέλεια ὅλων τῶν αἰώνων· καί ὅλοι, κατά ἕναν τρόπο ἀκατανόητο, ἀπερινόητο, θά εἰσέλθουμε μέσα στήν χώρα τήν πέρα τῶν αἰώνων, πού ἡ Γραφή ὀνομάζει Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ θεία δύναμις, πού θά ἐκδηλωθεῖ σέ ὅλα μέ ἕνα νέο καί λαμπρό καί ἀποτελεσματικό τρόπο, θά εἶναι τό στοιχεῖο τό ὁποῖο μέ νέο τρόπο θά βιώνει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί ταυτοχρόνως ὅλοι μαζί. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι στόν μέλλοντα αἰῶνα θά ζοῦν μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός θά ζῆ ἐν μέσῳ θεῶν.
Θά σᾶς διαβάσω ἕνα λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου: «Ἡ ἑνότητα τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο, κατά τόν ἱστορικό χρόνο, ἐξηγεῖται μέ τόν δεσμό πού δημιουργεῖται ἀνάμεσά τους μέ τήν θεία αἰτία πού ἑνοποιεῖ καί στηρίζει καί εἶναι παροῦσα σέ ὅλα. Μετά τό τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου ἡ ἑνότητα πραγματοποιεῖται ἀπό τήν θεία καί θεοποιό δύναμη πού ἐκτείνει στό ὑπέρτατο τόν ἄρρηκτο δεσμό πού ὑπάρχει μέσα στόν ἱστορικό χρόνο». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἔπαψε νά δημιουργεῖ· ἐργάζεται ἕως ἄρτι· καί ἡ ἐργασία θά τελειώσει, ὅταν ἔλθει πλέον ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Ἐπίσης, σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς λέει ὅτι τότε ὁ κόσμος τῶν φαινομένων, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, θά πεθάνει, ἀλλά καί πάλι θά ἀναστηθεῖ νέος ἀπό τόν γερασμένο κατά τήν ἀνάσταση πού προσδοκοῦμε. Καί τοῦτο, ὅταν τό σῶμα πλησιάσει τήν ψυχή καί τά αἰσθητά πλησιάσουν τά νοητά κατά τήν ὀμορφιά καί τήν λάμψη, ἐνῶ μέσα σέ ὅλα θά ἐκδηλώνεται μέ ἰδιαίτερη ἀναλογία ἡ ἴδια θεϊκή δύναμη καί παρουσία, λαμπρή καί ἐνεργητική, πού συντελεῖ μόνη της ἀδιασάλευτα στούς ἀπείρους αἰῶνες τόν σύνδεσμο τῆς ἑνότητας. Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ τόν φιλοσοφικό του νοῦ, τό τέλος καί τόν σκοπό τῆς Δημιουργίας. Διότι ἡ Δημιουργία δέν ἔχει μόνο μία κίνηση, ἀλλά ἔχει καί μία ἀνάπαυλα, πού θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα.
Τώρα θά δοῦμε, τί συνέβη μέσα σέ αὐτό τό στολίδι του Θεοῦ, τόν κόσμο. Μέσα σέ αὐτό τό ὄμορφο, τό ἐναρμονισμένο στολίδι, τό νοητό καί τό αἰσθητό, ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο, πού ἀπαρτίζεται ἀπό αὐτά τά δύο στοιχεῖα. Τόν ψυχικό του κόσμο, πού εἶναι στοιχεῖο τοῦ νοητοῦ κόσμου, καί τό σωματικό, πού εἶναι παρμένο ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Τόν ἔβαλε ὡς παντοκράτορα τῆς οἰκουμένης. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει, ὅτι ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο μέ δύο μεγάλα χέρια, ὥστε χωρίς κόπο, μόνο μέ τή σύνδεση μέ τόν Θεό, νά ἀνιχνεύει μέ τό ἕνα τό νοητό κόσμο καί μέ τό ἄλλο τόν αἰσθητό. Καί αὐτό τό βλέπουμε στόν Χριστό κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του, ὁ ὁποῖος ἦταν γνώστης καί παντογνώστης καί ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά τό βλέπουμε καί στούς Ἁγίους πού ἀνιχνεύουν τόν νοητό καί τόν αἰσθητό κόσμο. Θυμηθεῖτε τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ καί εἶδε τήν πραγματικότητα τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία δέν μποροῦσε νά τήν ἐκφράσει μέ ἀνθρώπινο στόμα. Καί πολλοί Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι σήμερα, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Πορφύριος καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἔχουν ἀνιχνεύσει στοιχεῖα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά ἀνιχνεύσει οὔτε ὁ ἐπιστημονικός κόσμος, πού προσπαθεῖ χρόνια νά βρεῖ τίς αἰτίες τοῦ δημιουργημένου κόσμου.
Αὐτόν τόν κόσμο, λοιπόν, κάποτε τόν ἔπληξε τό κακό. Καί τί εἶναι τό κακό; Τό κακό δέν προῆλθε ἀπό τά δημιουργικά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λένε οἱ Πατέρες, τό κακό εἶναι μή ὄν, δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι οὐσία, ἀλλά μία παρουσία, μία ψευδοουσία. Εἶναι μία ἀπώλεια τῆς οὐσίας, εἶναι μία ἀπώλεια τοῦ φωτός, μία παρουσία ἑνός σκότους. Ἐνῶ τό φῶς μπορεῖ νά ἀνιχνευθεῖ καί νά προσδιοριστεῖ, τό σκότος δέν ἀνιχνεύεται, δέν προσδιορίζεται· ὑπάρχει κατά τήν ἀπουσία τοῦ φωτός καί ἐξαφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός.
Αὐτό τό κακό ἦλθε πρῶτα στόν ἄγγελο καί δημιούργησε τή διασάλευση τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δέν ἔπεσε μόνο τό δέκατο τάγμα τό ἑωσφορικό, ἀλλά παρασύρθηκαν καί πολλοί ἄλλοι ἄγγελοι ἀπό τά ἄλλα τάγματα. Γι’ αὐτό ἀναγκάστηκε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ νά μπεῖ μπροστά καί νά πεῖ: «Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετά φόβου», ὁπότε στάθηκαν οἱ ὑπόλοιποι Ἄγγελοι, ἐνῶ ἔπεσε ὁ Ἑωσφόρος. Ὅπως ἐπίσης ἔχουμε καί τήν μονιμότητα πλέον πρός τό ἀγαθό τῆς κινήσεως τῶν Ἀγγέλων, ὅπως καί τῶν ἀνθρώπων, μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.
Μετά ἀπό τήν διασάλευση καί τήν εἰσχώρηση τοῦ κακοῦ στόν νοητό κόσμο, ἔχουμε τήν εἰσχώρηση τοῦ κακοῦ καί στόν αἰσθητό κόσμο. Ἐνῶ στόν νοητό κόσμο ἔχουμε μία παρέκκλιση τοῦ ἴδιου τοῦ προσώπου τοῦ Ἑωσφόρου, στόν αἰσθητό κόσμο ἔχουμε παρέκκλιση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, κατά τήν Γραφή, ὄχι μόνο ἀπό τήν γνώμη του, ἀλλά καί μέ τήν παρακίνηση τοῦ Ἑωσφόρου. Ὁπότε, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, τό κακό στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι δημιουργημένο –διότι ὁ Θεός ὅταν ἔπλαθε, ἔπλαθε πλάσματα καλά λίαν– ἀλλά εἰσῆλθε μέ τήν διαστροφή τῆς γνώμης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔστρεψε τό βλέμμα τοῦ νοός του ὁ ἄνθρωπος σέ ἄλλο σημεῖο καί δέν ἐθεᾶτο πλέον τόν Θεό· καί ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ἀπώλεια τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἐν συνεχείᾳ παρασύρθηκε ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου καί μετά, ὅπως συμβαίνει σέ μία στραβή πορεία, τό πηδάλιο τοῦ νοός ἔστρεψε τό σκάφος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πρός ἄλλη ὁδό, πρός τήν περιπλάνηση πλέον στήν ἀγνωσία καί τήν ἁμαρτία. Οὐσιαστικά ἁμαρτία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, κατά τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, παρά ἡ ἀστοχία στόν στόχο μας. Ὅταν ἐτόξευε κάποιος σέ ἕναν στόχο καί δέν μποροῦσε νά τόν πετύχει, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅτι «οὗτος ἡμάρτησεν». Ἄρα ἁμαρτία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἀστοχία τοῦ νοός νά βρεῖ τόν Θεό του.
Αὐτά τά στοιχεῖα, λοιπόν, πού ἀπαρτίζουν πλέον τόν κόσμο, ἔχουν ἀλλάξει, καί οἱ σχέσεις τοῦ δημιουργημένου κόσμου καί τοῦ πεπτωκότος ἔχουν διασαλευθεῖ. Πῶς ἐνεργεῖ ὁ ἕνας κόσμος μέσα στόν ἄλλον; Ὁ κόσμος ὁ πεπτωκός, ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, ἐνεργεῖ μέ τήν ἀστοχία. Δεν μπορεῖ νά στοχεύσει. Ἡ εἰσχώρηση τοῦ κακοῦ, ὅπως τό περιγράψαμε, ἐσάλευσε τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, γιατί οὐσιαστικά ἀρνήθηκε νά πορευθεῖ τήν κατά φύσιν πορεία του καί νά δεχθεῖ τήν αἰτία τῶν ὄντων καί τήν ἑνότητα πού προκαλεῖ αὐτή ἡ αἰτία, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ Θεός.
Τόν κόσμο, λοιπόν, ἡ Γραφή τόν περιγράφει ὡς σκοτάδι, ὡς νέκρωση. Καί δέν ἐννοεῖ σκοτάδι μέ ἕναν τρόπο συμβολικό, ἀλλά ὅταν λέει· ὁ κόσμος «ἐν σκότει» καί «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰω. ε΄ 19), ἐννοεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀντολογικά παύει νά ζῆ τό φῶς καί ἄρα βρίσκεται στό σκότος. Καί δέν πρόκειται πλέον περί τοῦ ἀνθρώπου μόνον, ἀλλά καί περί ὅλης τῆς κτίσως, διότι ὁ ἄνθρωπος συμπαρασύρει καί ὅλη τήν κτίση, κατά τό ρητό τῆς Γραφῆς πού λέει ὅτι, μετά τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ὀδυνᾶται καί συνοδυνᾶται ταυτοχρόνως ὅλη ἡ κτίση (Ρωμ. η΄ 22).
Πρίν ἀπό τήν πτώση οἱ ἄνθρωποι περπατοῦσαν ἐν γνώσει· μιλοῦσε ὁ Θεός στό ἐσωτερικό τους· δέν εἶχαν φθόγγους στή γλῶσσα τους, ἀλλά εἶχαν νοήματα καί μποροῦσαν νά ἔρθουν σέ ἐπαφή μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί τήν κτίση μέ ἄρρητα ρήματα. Μετά τήν πτώση ἔχασε αὐτή τήν λαλιά ὁ ἄνθρωπος καί ἄρχισε νά κατασκευάζει ἐπιστῆμες. Ἄρχισε νά ζῆ πλέον, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή, «κατά τόν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατά τόν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» (Ἐφ. β΄ 2), πού εἶναι ὁ Σατανᾶς, ὁ ὁποῖος παρέλαβε τήν ἐξουσία ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί τήν χρησιμοποίησε γιά νά γίνει ἐξουσιαστής τοῦ νοητοῦ καί αἰσθητοῦ κόσμου. Τήν παρέλαβε μετά τήν πτώση καί προσπαθεῖ νά γίνει αὐτός πλέον παντοκράτωρ καί κοσμοκράτωρ. Ἐνῶ δέν εἶναι πλασμένος, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, γιά ἐξουσία ὁ ἄγγελος ἀλλά γιά διακονία, πῆρε ὅμως τήν ἐξουσία, πού εἶχε δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, καί προσπαθεῖ νά τήν ἐφαρμόσει αὐτός στήν ἀνθρώπινη κοινωνία, στόν κόσμο ὁλόκληρο. Τί εἶναι ὁ πεπτωκός κόσμος; Εἶναι ἡ ἐπιθυμία, τά θελήματα τῆς σαρκός καί τῶν διανοιῶν, τά ὁποῖα δέν ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτούς πού ζοῦν ἔτσι τούς ὀνομάζει ἡ Γραφή «τέκνα ὀργῆς» (Ἐφ. β΄ 3).
Ὁ αἰών τοῦτος πού βιώνουμε, εἶναι αἰών ἀπό τόν ὁποῖο λείπει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί εἶναι παρών ὁ Σατανᾶς. Γιά αὐτό εἶπε ὁ Χριστός ὅτι ὁ κόσμος «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Ἡ σαρκική ζωή βρίσκεται στό σκότος, ἡ ἐν Πνεύματι ζωή βρίσκεται στό φῶς. Ὅπου ὑπάρχει σαρκική ζωή, μέ τά τρία της στοιχεῖα, δηλαδή τήν καθ’ ἑαυτήν ἡδονή τῆς σαρκός, τήν φιλαργυρία, δηλ. τήν ἀγάπη τῶν χρημάτων καί τῶν κτημάτων, καί τήν φιλοδοξία ἤ φιλαυτία, ἐκεῖ λείπει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐκεῖ ἀπουσιάζει ὁ Κύριος. Λέει ἕνας Ἅγιος, ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ σαρκική ζωή, ὅταν τή βιώνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικά ἀπώλεια τῆς ζωῆς.
Μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος: «μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον… ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 15-16). Οἱ Πατέρες ὠνόμασαν αὐτά τά τρία μέ τίς ἑξῆς λέξεις: φιλαργυρία, φιληδονία καί φιλοδοξία.
Μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου διασπάστηκε, ὑπέστη βαθιά ἀλλοτρίωση, καί αὐτή ὑπάρχει ὡς θεμέλιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλοτριώσεων καί διαφθορῶν πού συμβαίνουν στήν ἱστορία. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καί πατέρας τῆς ἀνθρωπότητας ἔφερε μέσα του τό σπέρμα γιά ὅλες τίς γενεές πού ἀκολούθησαν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὅλοι ἐμεῖς, χωρίς ἐξαίρεση, γεννιόμαστε στίς συνθῆκες τῆς πτώσεως καί φέρουμε μέσα μας τήν φθορά αὐτή ὡς βαριά κληρονομιά.
Ἡ κοσμική ζωή, λέει ἀλλοῦ ὁ π. Σωφρόνιος, ἔχει διάφορα ἐπίπεδα. Συνήθως ὁ κόσμος βιώνει τό κοινωνικό καί τό πολιτικό ἐπίπεδο. Ὑπάρχει ὅμως καί τό πνευματικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν τό ὑποπτεύεται καί τό ὁποῖο δέν εἶναι ἡ οἰκοδομή, ἀλλά ἡ βάση. Εἶναι ἡ ὑποδομή, εἶναι ὁ ρυθμιστής οὐσιαστικά τῆς ζωῆς. Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς πολλές φορές παρουσιάζονται ὡς στοιχεῖα καί ὡς γεγονότα καί ὡς δομή, λόγῳ τοῦ ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ πνευματική ὑποδομή. Αὐτό σημαίνει πώς ὅποια πνευματική ὑποδομή ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τέτοια οἰκοδομή θά κάνει καί τέτοια δομή τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ζωῆς ἐν συνεχείᾳ θά δημιουργήσει. Τά ὁρατά γεγονότα πολλές φορές εἶναι συμπτώματα πνευματικῆς ὑγείας ἤ ἀρρώστιας.
Μέ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου –ὅταν κανείς θεραπευθεῖ πνευματικά– εἰσάγεται στό πνεῦμα του ταυτόχρονα ἡ εἰρήνη, ἡ τάξη καί ἡ ὀμορφιά καί ἡ ἐναρμόνιση στήν κοινωνία καί στήν πολιτεία. Αὐτό τό βλέπουμε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σέ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλοῦ ἤθους καί πνευματικότητος. Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα: Κάποτε στήν ἔρημο ζοῦσαν δύο μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονταν σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί προσπαθοῦσαν νά τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά ζοῦν ἐν Θεῷ. Καί ἀποροῦσαν πῶς μαλώνει ὁ κόσμος. Ἔλεγε ὁ ἕνας στόν ἄλλον “πές μου, πῶς τσακώνεται ὁ κόσμος, γιατί μαλώνει;” Καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἄλλος: “Νά, γιατί ὁ ἕνας διεκδικεῖ ἕνα ἀντικείμενο, τό ὁποῖο τό διεκδικεῖ καί ὁ ἄλλος· καί λέει ὁ καθένας· ‛εἶναι δικό μου’. Ὁ ἕνας τραβάει ἀπό ἐδῶ, ὁ ἄλλος τραβάει ἀπό ἐκεῖ. Γιά νά κάνουμε καί ἐμεῖς αὐτό, νά δοῦμε, θά μαλώσουμε;” Καί πράγματι εἶχαν ἕναν κουβᾶ· ὁπότε λέει ὁ ἕνας: “αὐτό, ἀδελφέ, εἶναι δικό μου”. Λέει ὁ ἄλλος: “ὄχι, εἶναι δικό μου”. Καί ἀπαντᾶ ὁ πρῶτος: “ἄ! δικό σου εἶναι; Πᾶρ’ το”. Ὁπότε ἀπαντώντας ἔτσι, ἀφαίρεσε τήν αἰτία τοῦ μαλώματος.
Ἦρθε μία κυρία κάποτε καί μοῦ εἶπε: «Δέν μπορῶ νά συμφωνήσω μέ τόν ἄνδρα μου. Τί νά κάνω; Νομίζω ὅτι δέν μέ κατανοεῖ, δέν μοῦ δίνει ἐκεῖνα τά ὁποῖα ζητάω, νομίζω ὅτι δέν μέ ἀγαπάει». Τῆς λέω: «ἐφάρμοσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ· κάνε ὑπακοή στόν ἄντρα σου, καί θά δεῖς τό ἀποτέλεσμα». Μετά ἀπό λίγες μέρες ἦρθε καί μοῦ εἶπε: «Πάτερ, τόσο εὔκολη εἶναι ἡ συμβίωση;», ἀφοῦ ἐφήρμοσε ὅσα τῆς εἶπα. Τόσο εὔκολη.
Ἦρθε ἕνας ἄντρας καί μοῦ λέει: «Ἡ γυναῖκα μου μοῦ βγάζει νύχια. Δέν μπορῶ νά τήν δαμάσω. Σέ κάθε τι πού λέω, ἔχει τόν ἀντίλογο». Τοῦ λέω νά ἐφαρμόσει αὐτό πού λέει ὁ Θεός: «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τάς γυναῖκας ἑαυτῶν» (Ἐφ. ε΄ 25), δῶσε τήν ἀγάπη σου μέ στοργή στή γυναῖκα σου, δῶσε ἐκεῖνο πού βαθειά ἐπιθυμεῖ, ὄχι τά ἐξωτερικά. Καί ἔρχεται καί μοῦ λέει: «Πάτερ, αὐτή ἡ ζωή εἶναι ζωή ὄμορφη, μακάρι νά τήν ζούσαμε πάντα».
Τόσο ἁπλή εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, τόσο ἁπλή εἶναι ἡ φυσική ζωή, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός πού μᾶς ἔπλασε. Ἡ εἰσχώρηση ὅμως τοῦ κακοῦ μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὅπως εἴπαμε, τῆς ἔχει κάνει τέτοια διασάλευση, ὥστε ὁ ἄνθρωπος καί στήν κοινωνία τῆς οἰκογένειας καί στήν εὐρύτερη κοινωνία ἀλλά καί μέσα του ἔχει τήν τάση νά δρᾶ διττά, διπλά. Δέν ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος: «βλέπω μέσα μου «ἕτερον νόμον, ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου»; «Ὅ οὐ θέλω, ἐγώ τοῦτο ποιῶ»; (Ρωμ. ζ΄ 23, 20). Τί εἶναι αὐτό; Εἶναι ἕνα θέλημα ἀλλότριο, τό ὁποῖο δέν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δημιούργησε ἁρμονία μέσα στόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν κτίση. Ὅταν ὅμως εἰσχωρεῖ ἡ αἰτία τῆς γνώμης, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, πού εἶναι ἕνα γνωμικό θέλημα, τό ὁποῖο στήν ἐσχάτη του διαμόρφωση εἶναι ἐπιβολή τοῦ δικοῦ μας θελήματος καί ὄχι ἡ ἀνίχνευση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ κόσμος διασαλεύεται καί ὁ ἄνθρωπος καί ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά συμφωνήσει.
Εἴδατε πῶς φέρονται οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο σήμερα; Πώς δέν ἔχουν ἴχνος ἤθους ὀρθοδόξου καί πνευματικοῦ; Πώς ὁ ἕνας κατηγορεῖ τόν ἄλλον; Θέλετε νά τό δεῖτε μέσα στήν οἰκογένεια, ὅπου ὁ κάθε ἕνας κατηγορεῖ τόν ἄλλον; Θέλετε νά τό δεῖτε μέσα στήν στενή κοινωνία τοῦ τόπου; Ὅλα τά σφάλματα εἶναι στήν ἀντιπολίτευση. Νά τό δεῖτε καί στήν Ἐκκλησία; Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέν διαμορφώνονται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί δέν πορεύονται τήν κατά φύσιν πορεία, ἀλλά τήν παρά φύσιν πορεία, εἶναι ἑπόμενο ὅτι θά διασαλευθεῖ ὅλη ἡ προσωπικότητά τους καί ἐν συνεχείᾳ ὅλη ἡ κοινωνία.
Ἡ κοσμική ζωή δέν εἶναι εὔκολη νά βιωθεῖ, ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ. Τό κακό, ὅπως εἴπαμε, δέν ὑπάρχει στήν οὐσία, ἀλλά εἶναι ἔλλειψη τῆς πραγματικῆς ἐνεργείας πού ἔβαλε ὁ Θεός μέσα στόν ἄνθρωπο, τῆς φυσικῆς ἐνεργείας. Ὅπως, ἐπίσης, εἶναι καί ἐσφαλμένη κίνηση τῶν ἐσωτερικῶν δυνάμεων, ὅταν ἀγνοεῖται ἡ αἰτία ἀπό τήν ὁποία ὅλα ἔχουν δημιουργηθεῖ καί συνέχονται καί συντηροῦνται.
Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ἦταν ἀπαθής· δέν εἶχε σχέση μέ τίς ἀπατηλές φαντασίες πού δημιουργοῦν διά τῆς ἡδονῆς τά πάθη. Πρῶτα ἦταν ἀπροσδεής· ἦταν ἐλεύθερος ἀπό τήν ὑποχρεωτική χρησιμοποίηση τῶν τεχνῶν γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν. Ἦταν σοφός πραγματικά, διότι βρισκόταν πάνω ἀπό τήν ἐπιστήμη τῶν ὄντων, πού ἡ ἀνεύρεσή της ἀπαιτεῖ τή σπουδή καί τή μάθηση. Σοφός, κατά τούς Πατέρες, δέν εἶναι αὐτός πού μαθαίνει πολλά γράμματα, ἀλλά αὐτός πού μαθαίνει πῶς νά βρίσκει τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιλέγει αὐτήν. Οὐσιαστικά σοφός εἶναι ὁ μεταμορφωμένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Ὁ ἄλλος δέν λέγεται σοφός, λέγεται φιλόσοφος, φίλος τῆς σοφίας, διότι θέλει νά γίνει σοφός, ψάχνει νά βρεῖ τήν σοφία, σπουδάζει τή σοφία, καί ὅσο περισσότερο μαθαίνει γιά τή σοφία, τόσο περισσότερο ἀπέχει ἀπό τή σοφία. Γι’ αὐτό καί ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι «ἔξωθεν σοφία ἀεί ὀδύνει καί οὐδέποτε τίκτει καρπόν ἀρετῆς». Πάντα κοιλοπονᾶ καί ποτέ δέν γεννᾶ ἕναν καρπόν ἀρετῆς.
Πόσο ὡραῖα πράγματα εἶπαν οἱ φιλόσοφοι περί τῆς ἐνάρετης ζωῆς; Ποτέ ὅμως δέν μπόρεσαν νά μεταμορφώσουν ἕναν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνουν τέλειο, ὅπως τόν ἔκανε ὁ Χριστός. Πόσα κηρύγματα καί ὁμιλίες κάνουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα γιά τήν διόρθωση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων; Ποτέ δέν μπόρεσαν νά πείσουν τούς ἀνθρώπους· καί οἱ φθόγγοι πού βγάζουν ἀπό τό στόμα τους δέν ἔχουν καμμία χάρη, καί ἐνοχλοῦν μᾶλλον παρά ὠφελοῦν, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Ἕνα κήρυγμα ἔκανε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, καί 3000 ἄνθρωποι ἔγιναν χριστιανοί. Ὅπου πήγαιναν οἱ Ἅγιοι, πού ἦταν φορτισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μόνο μέ ἕνα νεῦμα, μόνο μέ τήν σκιά τοῦ προσώπου τους θαυματουργοῦσαν καί μετέφεραν τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας στούς πρώτους αἰῶνες εἶχε μία δυναμική τέτοια, ἐπειδή προσπαθοῦσε μέσα στήν οἰκουμένη τήν εἰδωλολατρική νά ἐπικρατήσει ὄχι μέ τή βία, διότι δέν εἶχε οὔτε σοφία ἀνθρώπινη οὔτε ὅπλα ἀνθρώπινα οὔτε βία, ἀλλά μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί βλέπετε ὅτι, μέσα σέ λίγο διάστημα, σέ μία εἰδωλοκρατούμενη περιοχή, σέ μία αὐτοκρατορία πού δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἡ κυριαρχία τοῦ Σατανᾶ, μπόρεσε μέ μαρτυρικούς ἀγῶνες καί αἵματα νά μεταστρέψει τόν ροῦν τῆς ἱστορίας καί νά δημιουργήσει τήν μεταχριστιανική περίοδο.
Εἶναι κρῖμα τό ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν στηρίζονται πάνω σ’ αὐτό τό ἱστορικό γεγονός τῆς μεταβολῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τῆς κοινωνίας, ἀλλά ἀσχολοῦνται μέ τίς ἄστοχες ἐνέργειες κάποιων πεσμένων χριστιανῶν καί κάθονται πάντα σάν τή μύγα στήν ἀκαθαρσία καί δέν βλέπουν τόν ἐνάρετο βίο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων, ἄν καί πολλές φορές ἡ Ἐκκλησία προσέφερε τούς ἁγίους καρπούς της, καί μάλιστα ὄχι εὐνοουμένη ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες τοῦ αἰῶνος τούτου ἀλλά πολεμουμένη. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, πώς «ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ» καί ἐκεῖ φαίνεται ἡ δύναμή της. Ὅταν πειράζεται ὁ ἄνθρωπος, τότε φαίνεται ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ, γιατί αὐτό βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, ἀλλά φαίνεται καί ἡ ἱλαρότητα καί ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πού κτυπᾶ αὐτήν τήν διαφθορά καί ἀνακαινίζει τόν ἄνθρωπο κάθε μέρα.
Ὁ κόσμος, λοιπόν, ἔχει τήν προπτωτική κατάστασή του, ὅπως τήν περιγράψαμε, ἀλλά ἔχει καί τήν μεταπτωτική, τήν ὁποία θά σᾶς περιγράψω ἐν ὀλίγοις.
Αὐτός ὁ «κόσμος» πού ἔφερε ὁ Χριστός ἀπό τόν οὐρανό, θά ἔλεγα ὅτι κρύβει δύο οὐσιαστικά πράγματα. Τό ἕνα εἶναι ἡ ταπείνωση, τό ἄλλο ἡ ἀγάπη. Ταπείνωση εἶναι ἡ πολεμική ἐναντίον τῶν τριῶν κακιῶν, α) τῆς ὑπερηφανείας, πού παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο στό νά μή πιστεύει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ, ἀλλά νά ἀνεβάζει ὡς θεότητα στόν νοῦ του τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, β) τῆς κενοδοξίας, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θέλει νά δοξάζεται ὡς Θεός, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος δημιουργεῖ μέσα του, καί καταργεῖ τήν ἰσοτιμία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί γ) τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά εὐχαριστεῖ καί νά περιθάλπει τή σωματική του μόνο πλευρά, ἀμεριμνώντας γιά τήν ψυχική του, ὁπότε τίποτε ἄλλο δέν προκαλεῖ μέσα του παρά μία ἐσωτερική ἀνομία. Συρρικνώνεται ὁ κεντρικός ἄνθρωπος καί ἀναπτύσσεται ὁ περιφερειακός, ὁπότε δέν βλέπει κανείς, πέρα ἀπό τά συμφέροντά του, τίποτε ἄλλο. Δημιουργεῖται μία λογική συμφερόντων, καί μάλιστα σέ ὅτι ἀφορᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα καί τίς ἐνδοκόσμιες ἐπιδιώξεις, καί δέν ἀνοίγει ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς πρός καμμιά ἄλλη κατεύθυνση, διότι ἤδη ἔχει κλείσει ἡ πόρτα γιά νά ἀναδειχθεῖ ὁ κεντρικός ἄνθρωπος, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, πού εἶναι ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς.
Αὐτήν τήν πόρτα, λοιπόν, τήν ἔσπασε μόνο ὁ Χριστός μας. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ παρουσία ὅλης τῆς Θεότητος «ἐν τῇ σαρκί τοῦ Χριστοῦ». «Ἅπαν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός, παρουσιάστηκε ἐν τῷ Χριστῷ. Ὅλη τήν Θεότητα, τήν Τριαδική Θεότητα, τήν βλέπουμε στόν Χριστό. Τί ἔκανε ὁ Χριστός, εἶναι γνωστά αὐτά. Προσέλαβε τό λῆμμα ἀπό τήν Παναγία μας, τό ἀνθρώπινο λῆμμα, χωρίς τήν ἁμαρτία. Πῆρε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη, τά ἔβαλε στόν ἑαυτό Του καί νέκρωσε ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ τήν φθορά καί τήν ἁμαρτία. Ἔτσι ἔκανε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπό ἄρρωστο ὑγιές, ὥστε νά τό παρομοιάσει σάν ἕνα ἀπολωλός πρόβατο, πού τό πῆρε στούς ὤμους Του ὁ Χριστός καί τό προσέφερε στόν Πατέρα Του λέγοντάς Του: «Πάτερ, πᾶρε τό πρόβατο πού τό πλήγωσε ὁ λύκος. Τό ἔφερα θεραπευμένο μπροστά στά πόδια Σου». Καί αὐτό τό πρόβατο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ ἄνθρωπος. Καί διά τοῦ θεραπευμένου ἀνθρώπου ἀνακαινίζεται ὅλη ἡ κτίση. Διά τοῦ Ἀδάμ οἱ πάντες ἡμάρτομεν, διά τοῦ Χριστοῦ ὅλοι ἀνακαινιζόμεθα, ἀρκεῖ νά τό θέλουμε.
Αὐτή ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ χριστοποίηση, ἡ θεοποίησή του. Ὁ Θεός δέν ἀνέβασε μόνο τόν ἄνθρωπο στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀλλά ἔφτιαξε καί χριστοποιό ἵδρυμα στή γῆ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, δηλαδή ἡ ἱστορική διαδρομή, τό ξετύλιγμα τῆς Θεότητας πάνω στήν ἀνθρωπότητα, πού εἶναι ὅπως θά λέγαμε ὁ «ὡραῖος κόσμος» τοῦ «πεσμένου κόσμου». Ὁ κόσμος τοῦ κόσμου. Τό στόλισμα τοῦ ἀκόσμου κόσμου. Νά πῶς τό περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἔτι ἅπαξ ἐγώ σείω οὐ μόνον τήν γῆν, ἀλλά καί τόν οὐρανόν. Τό δέ ἔτι ἅπαξ δηλοῖ τῶν σαλευομένων τήν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἵνα μείνῃ τά μή σαλευόμενα. Διό βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν, δι’ ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας· καί γάρ ὁ Θεός ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. ιβ΄ 26-29)
Ποιός ἦταν ὁ πρῶτος σεισμός πού ἔκανε; Ἦταν ἡ Δημιουργία. Αὐτή ἡ πρωταρχική σεισμική δόνηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού δημιούργησε μέσα ἀπό τήν σύλληψη τοῦ νοός Του ὅλον αὐτόν τόν ὄμορφο κόσμο καί στό κέντρο ἔβαλε αὐτόν τόν ὄμορφο ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ πρώτη σεισμική δόνηση τῆς Δημιουργίας ἐπαναλήφθηκε μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Διότι, ἐπειδή ἀστόχησε ὁ Ἀδάμ, ἦλθε ἄλλη μία φορά καί ἔκανε δεύτερο σεισμό ὁ Θεός καί δημιούργησε τήν δεύτερη κοσμογονία, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τήν ὥρα πού συνελήφθη ὁ Χριστός στά ἄχραντα σπλάγχνα τῆς Παναγίας μας. Αὐτό, λοιπόν, τό «ἔτι ἅπαξ», εἶναι αὐτό πού δημιούργησε ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπισή Του, πού οἱ Πατέρες τό λένε, «καινή Κτίσι».
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀνεστραμμένη πυραμίδα, λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Ὁ μεγαλύτερος ὑπηρετεῖ τόν μικρότερο, ὁ ἰσχυρότερος ταπεινώνεται μπροστά στόν ἀδύνατο. Ἔτσι εἶναι ὅλα στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ. Τέτοια εἶναι ἡ δομή τῆς οὐράνιας Βασιλείας, στά θεμέλια τῆς ὁποίας κεῖται ἡ θεία ἀγάπη. Ἐνῶ ἡ κοσμική ζωή βρίσκεται στήν ἀντίπερα ὄχθη, ὅπου ὁ μεγαλύτερος πατάει τόν μικρότερο, αὐτός πού εἶναι ἰσχυρότερος ταπεινώνει καί ἐξουθενώνει τόν πιό ἀδύναμο, καί σάν θεμέλιο ὁ ἰσχυρός ἔχει τό μῖσος καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἄλλου. Ἡ ζωή, λοιπόν, ἡ νέα εἶναι ἡ «ἐν Χριστῷ» ζωή. Εἶναι ὁ κόσμος τοῦ κόσμου. Ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς πού ἔφερε ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο νά ἐπανεύρει ἡ φύση καί ὁ ἄνθρωπος τήν ἀπωλεσμένη ἁρμονία του, ἀλλά νά ὑπερβεῖ ἡ ὕλη τήν ὑλικότητά της, τά στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι τό φθαρτόν, τό παχυλόν, τό διαφανές, τό κινητόν, καί νά δημιουργηθεῖ ἕνας νέος δεσμός μέ τήν πνευματική ὑποδομή, καί ἔτσι μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν νά χριστοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά γίνει καί πάλι κύριος τοῦ κόσμου.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή: Ἐάν εἴμαστε «ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες» (Α΄ Κορ. ιε΄ 19), δηλαδή, ἐάν ἐλπίζαμε στόν Χριστό μόνο γιά αὐτή τήν ζωή, θά εἴμαστε οἱ ἐλεινότεροι ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιατί πολλοί λένε· ὡραῖος ὁ Χριστιανισμός, ἐπειδή μιλάει γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά μή μᾶς λέτε τώρα γιά οὐράνια Βασιλεία, γιά μετά θάνατον ζωή· ὁ ἄνθρωπος ἅμα χάνεται, χάνεται, τελειώνει… ἐμεῖς μποροῦμε νά δεχθοῦμε τόν χριστιανισμό σάν κοινωνική ὑπόθεση καί νά τόν βάλουμε στήν ζωή μας αὐτή, νά περνᾶμε καλά. Ὅμως ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμέν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. ιε΄ 20). Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ κεντρική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἀνέστη. Καί σάν συνέπεια τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Αὐτή εἶναι ἡ δυνατότητα, ἡ δυναμική πού μπῆκε πλέον μέσα στήν νέα ζωή, νά ἀνορθωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά φτάσει ὄχι μόνον νά τελειωθεῖ ἠθικῶς, ἀλλά καί νά γίνει Θεός. Ὅπως λέει τό τροπάριο πού διαβάζουμε τά Χριστούγεννα: «ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Αὐτά τά στοιχεῖα τά ἔχουμε σάν πραγματικότητες καί ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ἡ Παναγία ποῦ εἶναι; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ποῦ εἶναι; Εἶναι τά πρῶτα ἀντίτυπα αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου, πού ἐνῶ ἀπέθαναν, ἐνῶ ἐτάφησαν, ἀνεστήθησαν ἀμέσως καί βρίσκονται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θά συμβεῖ καί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους Ὅταν θά ἔρθει ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων, θά εἰσέλθουν στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ καί στή χώρα τῶν ζώντων.
Ἡ δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία δυναμική μεταμορφωτική κίνηση, εἶναι ὁ ἀέναος γάμος τοῦ Δημιουργοῦ μέ τήν δημιουργία Του μέσα στόν χῶρο καί τόν χρόνο. Ἡ διαρκής ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο. Ὁ Χριστός προεκτείνεται μέσα στόν χρόνο, διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὁ κόσμος προσλαμβάνεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, καί διά τῶν Μυστηρίων, ὡς διά θυρίδων, εἰσέρχεται στό σκοτεινό τοῦτο κόσμο ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος θανατώνει μέν τήν σύστοιχον «τῷ κόσμῳ τούτῳ» ζωήν, «ἀνίστησι δέ τήν ὑπέρ κόσμον» καί νικᾶ τόν κόσμον τό Φῶς τοῦ κόσμου. «Ἐν τῷ θνητῷ καί ῥέοντι σώματι τήν ἐστῶσαν εἰσάγων ζωήν». Μέ λίγα λόγια μεταφράζεται αὐτό, ὅτι μία δύναμη μπαίνει μέσα στήν ὑλικότητα, στήν «κλειστότητα», καί τήν μεταμορφώνει μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί στό Φῶς τοῦ κόσμου.
Στόν Θεάνθρωπο, πού εἶναι κτιστός καί ἄκτιστος μαζί, τό κτιστό ἑνώθηκε μέ τό ἄκτιστο, ἔγινε Ἐκκλησία, καί ὁ Χριστός καί ὁ κόσμος ἔγιναν πλέον ἕνα, καί ὁ κόσμος ὁμοιώνεται μέ τόν Χριστό. Ὁ κόσμος δέν εἶναι πλέον οἶκος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά οἶκος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός πού πρίν ἀπό τήν σάρκωση ὡς πρός τήν φύση Του ἦταν ἄοικος, χωρίς οἶκο δηλαδή, τώρα βρίσκει κτιστό χῶρο διαμονῆς καί κατοικητήριο. Καί σέ αὐτήν τήν καινούργια κατάσταση οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέσα στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, μέσα στήν ἐλευθερία καί τήν χαρά, ἔχοντας τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Ὁ νέος τρόπος ζωῆς εἶναι τό καινόν χριστιανικόν ἦθος, τό θεοκεντρικό καί χριστοκεντρικό.
Ὅμως ἐμεῖς δέν παύουμε νά εἴμαστε θνητοί παρ’ ὅλα αὐτά. Δέν παύουμε νά ἔχουμε μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, παρ’ ὅλο πού πήραμε τόν σπόρο τῆς ζωῆς μέ τό βάπτισμα. Παρ’ ὅλο πού ἀγωνιζόμαστε, παρ’ ὅλο πού κοινωνοῦμε, φέρουμε μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο. Πῶς ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος πρακτικά; Θεωρητικά αὐτό συνέβη, ἀλλά πρακτικά πῶς μπορεῖ ὁ καθένας μας νά βρεῖ τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, νά βρεῖ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, καί μάλιστα σέ αὐτόν τόν κόσμο πού ζοῦμε; Λέει πάλι ὁ π. Σωφρόνιος σέ ἕνα σημεῖο, ὅτι εἶναι ἀδύνατο μέσα στόν κόσμο πού ζοῦμε σήμερα νά μήν πληγοῦμε ἀπό τόν κόσμο, νά μήν πληγωθοῦμε· εἶναι ἀδύνατον νά μή πλανηθοῦμε. Γι’ αὐτό, λέει, νά κάνουμε τό ἑξῆς: Ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ζοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη: Ἔφθασε νά θυσιάσει καί τόν υἱό του. Νά εἴμεθα ἄνθρωποι θυσιαστικοί, νά μήν ὑπερβαίνει ἡ ἀγάπη μας στά ὑλικά τοῦ κόσμου τούτου τήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο. Τό δεύτερο εἶναι τό ἑξῆς: Ὅ,τι περιττό ἔχουμε μέσα στό μυαλό μας, καί ἰδίως στήν σύγχρονη αὐτή ἐποχή μέ τά ἠλεκτρονικά μέσα, ὅ,τι περιττό μᾶς βάζουν οἱ ἄλλοι μέ ὅλα τά μέσα ἐνημερώσεως, νά προσπαθοῦμε σάν τό καράβι πού βαρυφορτωμένο πηγαίνει στά πέλαγα, νά τό ἀποφορτίζουμε. Νά ἀποφορτώνουμε ὅλα τά περιττά στοιχεῖα καί νά ἐλαφρύνουμε τό καράβι, μέχρι νά φτάσουμε στήν ἀντίπερα ὄχθη.
Οὐσιαστικά ὅμως καί βασικά, γιά νά μπορέσει κανείς νά φτάσει στήν ἀληθινή θεραπεία καί νά αἰσθανθεῖ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μέλος τοῦ νέου κόσμου, τοῦ κόσμου τῆς καινῆς κτίσεως, χρειάζονται τρία στοιχεῖα, καί καταλήγουμε μέ αὐτά:
α) Νά ἀγωνιζόμαστε νά νεκρώνουμε τά πάθη μας διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, νά διαβάζουμε τίς Γραφές καί τούς Πατέρες, γιά νά βρίσκουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Κυρίου, καί νά προσπαθοῦμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ὥρα πού μᾶς δημιουργοῦν μέσα μας μία εὐεξία. Γιατί; Διότι, λέει ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Θεός κρύπτεται ἐν ταῖς ἐντολαῖς Αὐτοῦ». Καί ὅταν ποιοῦμε μία ἐντολή, ἀμέσως παίρνουμε κάποια θεία ἐνέργεια στήν ψυχή μας. Ἐάν δέν ἀξιοποιήσουμε αὐτή τήν δυνατότητα καί αὐτήν τήν ἱκανότητα, νά ξέρετε ὅτι πρόκειται νά θανατωθοῦμε μέσα στήν μικρότητά μας, νά ἐξαφανιστοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά καί στόν ἄλλον κόσμο.
β) Νά καθαρίζουμε κάθε μέρα τόν νοῦ μας, τό πηδάλιο αὐτό τοῦ σκάφους μας, ἀπό τούς ἀκαθάρτους λογισμούς καί τά ἀκάθαρτα νοήματα. Ἐάν θά συνδεόμεθα μέ τόν Θεό, θά ἀντλοῦμε ἀπό ἐκεῖ δύναμη καί θά γεμίζουμε τή δεξαμενή τῆς διανοίας μας, ὥστε νά μή χρειάζεται νά γεμίζει ἡ δεξαμενή ἀπό τίς αἰσθήσεις μας. Ὅταν δέ ἔχουμε ἀνάγκη νά πάρουμε, νά ἀντλήσουμε ἀπό ἐκεῖ γιά νά τραφοῦμε ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι, δέν θά παίρνουμε στοιχεῖα φθαρτά, ἀλλά θά παίρνουμε στοιχεῖα πού θά ἔρχονται κατευθείαν ἀπό τόν Θεό. Ὅταν διά τῆς προσευχῆς ἡ διάνοιά μας ἔχει γεμίσει ἀπό θεία ἐνέργεια, τότε νά ξέρετε ὅτι ὅλη ἡ ὕπαρξή μας, ἐσωτερική καί ἐξωτερική, οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας καί οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματός μας, θά βρίσκουν σέ αὐτήν τήν δύναμη τῆς χάριτος καί θά ἔχουμε καί περίσσευμα νά δίνουμε στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἡ προσευχή, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, εἶναι ἡ στροφή τοῦ νοῦ μας πρός τήν Θεία μορφή, ὁπότε γίνεται σιγά-σιγά ὁ νοῦς μας μία περιοχή ὑπερφυσική. Μέ αὐτήν καταξιώνεται τό πνεῦμα μας νά δεῖ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού γεμίζει τά πάντα, πού εἶναι πανταχοῦ παρών, πού παραμένει ἀναλλοίωτο ὡς ἕνα Εἶναι ἄλλης τάξεως, σάν μία ὕπαρξη ἄλλης τάξεως. Αὐτό τό λέει ἀλλοῦ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Βλέπω μέσα μου ὄχι ἕτερον νόμον, ἀλλά «ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20). Ὅπως ἔλεγε ἀλλοῦ ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι μέσα μας μποροῦμε νά βαδίσουμε σέ δύο ἐπίπεδα· στό ἐπίπεδο πού κινούμαστε στήν γῆ καί στό αἰώνιο ἐπίπεδο, στό ὁποῖο ὁ νοῦς μας ἀναπαύεται στόν Θεό. Τότε, λέει, ἡ προσευχή ἀναγεννᾶ τήν πεπτωκυία φύση μας καί, ὅταν ἀποκατασταθεῖ στήν πρωτόκτιστη κατάστασή της, ἡ φύση αὐτή γίνεται δεκτική τῆς ἀμέσου μετοχῆς τῆς θείας ζωῆς. Χρειάζεται δηλαδή καί ὁ νοῦς μας καί ἡ ὕπαρξή μας νά εἶναι δεκτική τῆς χάριτος, ἀλλιῶς, ἅμα εἶναι ἀποτρεπτική, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τίποτε ἄλλο νά σωθεῖ.
Καί, τέλος: γ) Χρειάζεται κανείς νά καθαρίσει τήν καρδιά του διά τῆς ἀγάπης. Ἡ καθαρότης τῆς καρδιᾶς δέν συνίσταται μόνο στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη. Ὅταν πᾶμε νά καλλιεργήσουμε ἕνα χωράφι, δέν βγάζουμε μόνο τά ἀγκάθια καί τίς πέτρες, ἀλλά βάζουμε καί δέντρο καρποφόρο. Αὐτό τό καρποφόρο δέντρο οἱ Πατέρες τό ὀνομάζουν ἀγάπη. Ὅταν ἡ καρδιά ζῆ τήν ἀγάπη, τότε γίνεται ὅμοια μέ τόν Θεό. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος ἀποκαλυπτικά: Τά χαρακτηριστικά τῆς θείας ἀγάπης εἶναι πώς Ἐκεῖνος –ὁ Χριστός δηλαδή– παραδίδει σέ μᾶς τήν ζωή Του καί ἐμεῖς σέ Ἐκεῖνον τήν δική μας. Ὡστόσο ἡ ἀγάπη ἡ δική μας, ἐπειδή ζοῦμε στήν γῆ, συνδέεται πάντα μέ τήν ἄσκηση καί τά παθήματα. Μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό ἐδῶ, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, θά λάβουμε ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα μας τήν ἁγία αἰωνιότητά Του ὡς δική μας, ἀρκεῖ ἐδῶ νά προσπαθήσουμε.
Καί τελειώνω μέ αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, νά προσέξουμε στό θέμα τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ἔχει τριπλή σημασία. Ὑπάρχει ἡ ἀγάπη ἡ ἐμπαθής, μέ τήν ὁποία ἀγαποῦμε τόν ἄλλον ἀπό ἐμπάθεια, ὑπάρχει ἡ ἀγάπη ἡ φυσική, μέ τήν ὁποία ἀγαποῦμε τόν ἄλλον ἀπό συναίσθημα, καί ὑπάρχει καί ἡ θεία ἀγάπη. Ἐκείνη ἡ ὁποία εἶναι παραδεκτή εἶναι ἡ φυσική ἀγάπη. Ἐκείνη ἡ ὁποία εἶναι ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ἐμπαθής ἀγάπη. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἐπαινετή, γι’ αὐτό καί θέλει ἀγῶνα καί θέλει προσεταιρισμό τῆς θείας Χάριτος. Θά πρέπει, λοιπόν, ἡ καρδιά νά ἀγαπήσει ὅπως ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί λέει: ὄχι “ἀγαπᾶτε τόν πλησίον σας ὡς σεαυτόν πλέον”, πού εἶναι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά “ἀγαπᾶτε τόν πλησίον σας «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 34)”. Καί πῶς ἀγάπησε ὁ Θεός ἐμᾶς; «Συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Ἐμεῖς θά παίρνουμε αὐτή τή σύσταση τῆς ἀγάπης Του, ὅτι, κι ἄν ἀκόμη εἶναι ὁ ἄλλος ἁμαρτωλός καί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἡ ἐλπίδα μας στόν Θεό θά μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ἀγαποῦμε ὅπως ἀγάπησε ὁ Θεός. Καί ἄν ἡ καρδιά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη καί γεμίσει ἀπό ἀγάπη καί ἄν ὁ νοῦς γεμίσει ἀπό προσευχή, νά ξέρετε ὅτι τότε ἐμφυτεύθηκε μέσα μας ὁ «κόσμος» τοῦ κόσμου. Ἦρθε ἡ Ἐκκλησία καί ἔγινε κτῆμα μας, ἡ φύση μας ἔγινε μέτοχος τῆς θείας ἐνέργειας, τῆς θείας Βασιλείας. Ἔτσι θά μᾶς γνωρίσει ὁ Θεός ὡς συγγενεῖς, διότι βιάσαμε τόν ἑαυτό μας ἀπό ἐδῶ, καί θά μᾶς εἰσαγάγει μέσα στήν Βασιλεία Του ὡς δούλους πιστούς καί φρόνιμους.
Εὔχομαι μέ τίς εὐχές του Σεβασμιωτάτου νά βρεθοῦμε ὅλοι μας ἀναγεννημένοι μέσα σέ αὐτόν τόν ὑπερουράνιο κόσμο, ὅπου θά βασιλεύει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς θά εἴμαστε μέτοχοι αὐτῆς τῆς χάριτος. Ἀμήν.